διδασκω

διδασκω
    διδάσκω
    δῐδάσκω
    (aor. ἐδίδαξα, HH., Hes. тж. ἐδιδάσκησα, pf. δεδίδαχα; pass.: aor. ἐδιδάχθην, pf. δεδίδαγμαι)
    1) реже med. учить, обучать
    

(τινά τι Hom., Eur., Xen., Plat., Arst., τινὰ περί τινος Thuc., Arph., τινά ποιεῖν τι Hom., Lys., Plat., редко τινί ποιεῖν τι Plut.)

    διδάξαι τινὰ ἱππέα (sc. εἶναι) Plat. — обучить кого-л. верховой езде;
    τά σε προτί φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι Hom. — этому ты, говорят, научился у Ахилла;
    διδασκόμενος πολέμοιο Hom. — обучаясь военному делу;
    med. (преимущ.) — учиться, обучаться, изучать (τι Soph., Arph. и ποιεῖν τι Eur.) или обучить (τινά τι Plat., τινα ποιεῖν τι Plat. и τινά τινα Xen., Plat.)

    2) поучать, наставлять
    

πῶς δή, δίδαξον Aesch. — объясни же, как именно;

    λέγων διδασκέτω Xen. — пусть выступит и растолкует;
    πέμπουσι πρέσβεις περὴ τῶν πεπραγμένων διδάξοντας Thuc. — они отправляют послов, которые сообщили бы о принятых мерах

    3) театр. разучивать, ставить (на сцене), представлять
    

(δρᾶμα Her.; Πέρσας, sc. Αἰσχύλου Arph.)

    ἄγριοι, οὓς Φερεκράτης ἐδίδαξεν Plat. — дикари, которых вывел на сцену Ферекрат


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Полезное


Смотреть что такое "διδασκω" в других словарях:

  • διδάσκω — διδάσκω, δίδαξα βλ. πίν. 25 Σημειώσεις: διδάσκω : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα (ο διδάσκων, η διδάσκουσα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διδάσκω — instruct pres subj act 1st sg διδάσκω instruct pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… …   Dictionary of Greek

  • διδάσκω — δίδαξα, διδάχτηκα, διδαγμένος, μεταδίδω γνώσεις σε μαθητές, εκπαιδεύω, είμαι δάσκαλος: Διδάσκει το μάθημα της ηθικής στη φιλοσοφική σχολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεδιδαγμένα — διδάσκω instruct perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδιδαγμένᾱ , διδάσκω instruct perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδιδαγμένᾱ , διδάσκω instruct perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάξουσι — διδάσκω instruct aor subj act 3rd pl (epic) διδάσκω instruct fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διδάσκω instruct fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάξουσιν — διδάσκω instruct aor subj act 3rd pl (epic) διδάσκω instruct fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διδάσκω instruct fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάξω — διδάσκω instruct aor subj act 1st sg διδάσκω instruct fut ind act 1st sg διδάσκω instruct aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάσκεσθε — διδάσκω instruct pres imperat mp 2nd pl διδάσκω instruct pres ind mp 2nd pl διδάσκω instruct imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάσκετε — διδάσκω instruct pres imperat act 2nd pl διδάσκω instruct pres ind act 2nd pl διδάσκω instruct imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάσκῃ — διδάσκω instruct pres subj mp 2nd sg διδάσκω instruct pres ind mp 2nd sg διδάσκω instruct pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»